-
1 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
2 промышленность
-и θ.βιομηχανία•добывающая промышленность βιομηχανία εξόρυξης•
обрабатывающая βιομηχανία επεξεργασίας•
тяжлая промышленность βαριά βιομηχανία•
лгкая промышленность ελαφρά β ιομηχαν ία•
текстильная промышленность υφαντουργική βιομηχανία•
химическая промышленность χημική βιομηχανία•
пищевая промышленность βιομηχανία τροφίμων•
военная промышленность πολεμική βιομηχανία•
машиностроительная промышленность βιομηχανία μηχανοκατασκευών.